- αποσκηνώ
- (I)ἀποσκηνῶ (-έω) (Α) [απο-* + σκηνέω < σκηνή]κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω χωριστά.————————(II)ἀποσκηνῶ (-όω) (Α), -σκηνώνω (Μ) [απο-* + σκηνόω < σκηνή]μσν.εγκαθιστώ κάποιον κάπουαρχ.1. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον2. μεταφέρω τη σκηνή μου, αλλάζω τόπο κατοικίας.
Dictionary of Greek. 2013.